ταγάρι

ταγάρι
το / ταγάριον, ΝΜ
1. σακίδιο από χοντρό μάλλινο ύφασμα που κρεμιέται στον ώμο ιδίως σε οδοιπορία, ντορβάς
2. τάγιστρο
μσν.
μέτρο ξηρών καρπών ή γεννημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταγή «τροφή τών υποζυγίων» + υποκορ. κατάλ. -άρι(ον), πρβλ. δοκ-άρι, λυχν-άρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταγάρι — το ιού 1. σακούλι από χοντρό εγχώριο μάλλινο ύφασμα πολύχρωμο, που το κρεμούν οι χωρικοί από τον ώμο όταν οδοιπορούν, ντουρβάς: Έχει φαγώσιμα μες στο ταγάρι του για δυο μέρες. 2. σακούλι απ όπου τα ζώα τρώνε την τροφή (ταγή) τους, ταΐστρα: Βάλε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θύλακος — Μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι· θέση αντιπάλων στο εχθρικό έδαφος· στη σύγχρονη ορολογία, περιοχή μέσα σε κράτος υπό διαφορετικό καθεστώς. (Ανατ.) Ωοειδής σχηματισμός στα διάφορα όργανα του σώματος των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, που εκπληρώνει… …   Dictionary of Greek

  • σακ(κ)οπήρα — η / σακκοπήρα, ΝΜΑ οδοιπορικός σάκος από τρίχινο ύφασμα, ταγάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + πήρα «οδοιπορικός σάκος, ταγάρι»] …   Dictionary of Greek

  • αναβολίδιον — ἀναβολίδιον, το (Μ) [ἀναβάλλω] κρεμαστή πήρα, μικρό ταγάρι, ντορβάς …   Dictionary of Greek

  • ασκοπήρα — ἀσκοπήρα, η (Α) ο δερμάτινος σάκος, το δισάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + πήρα, η «δερμάτινος σάκος, ταγάρι»] …   Dictionary of Greek

  • γρυμέα — και γρυμαία, η (Α γρυμέα και γρυμαία) 1. σάκος ή κιβώτιο για τοποθέτηση ενδυμάτων ή εργαλείων 2. στρατιωτικό σακίδιο 3. μικρός σάκος που κρέμεται από τον τράχηλο αλόγων ή μουλαριών ή γαϊδουριών και περιέχει την τροφή τους, ταγάρι αρχ. σωρός από… …   Dictionary of Greek

  • δισάκκι — το (AM δισάκκιον) 1. δύο μικροί υφασμάτινοι ή δερμάτινοι σάκκοι ενωμένοι στο στόμιο τους 2. σάκκος, ταγάρι νεοελλ. στρ. διπλός ατομικός σάκκος ιππέων και πυροβολητών όπου τοποθετούν τα ατομικά τους είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + σακκίον < σάκκος] …   Dictionary of Greek

  • δορός — δορός, ο (Α) δερμάτινος σάκκος, ταγάρι …   Dictionary of Greek

  • θυλακοφορώ — θυλακοφορῶ, έω (Α) [θυλακοφόρος] φέρω σακούλι, ταγάρι …   Dictionary of Greek

  • κύμβη — (I) η (AM κύμβη) νεοελλ. ναυτ. 1. κοντή και πλατιά βάρκα που τοποθετούσαν αναποδογυρισμένη στους τροχούς τών τροχήλατων πλοίων 2. πτυσσόμενη βάρκα τών τορπιλλοβόλων και αντιτορπιλλικών που ο σκελετός της άνοιγε σαν ριπίδι και η οποία συμπτυσσόταν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”